- ἀξιομνημόνευτα
- ἀξιομνημόνευτοςworthy of mentionneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
χρυσόστομος — I Όνομα κορυφαίων Ελλήνων ιερωμένων. 1. X. B’ Χατζησταύρου (1878 – 1968). Θεολόγος και παιδαγωγός, αρχιεπίσκοπος της Αθήνας και της Ελλάδας (1962 68). Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και παιδαγωγική… … Dictionary of Greek
Ακουαπεντέντε — (Acquapendente). Πόλη (19.350 κάτ. το 2002) της επαρχίας Βιτέρμπο της Ιταλίας. Είναι γεωργικό και εμπορικό κέντρο. Στην περιοχή της καλλιεργούνται σιτηρά, ελιές και αμπέλια. Η Α. έπαιξε σημαντικό ρόλο στα αρχαία χρόνια και κυρίως στα μεσαιωνικά,… … Dictionary of Greek
Αλή Τσελεπή — Όνομα με το οποίο είναι γνωστοί διάφοροι Τούρκοι του 16ου αι. Οι τρεις ήταν ποιητές και ο ένας μάλιστα έγραψε το Χουμαγιοουναμέ,ένα από τα πρώτα αξιομνημόνευτα κείμενα της τουρκικής λογοτεχνίας. Ο τέταρτος ήταν υπασπιστής του μπέη της Καλλίπολης … Dictionary of Greek
Ανκόνα — (Ancona). Πόλη (98.500 κάτ. το 2001) της ανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.940 τ. χλμ., 447.613 κάτ. το 2001), αλλά και της ευρύτερης περιφέρειας Μάρτσε, στο διαμέρισμα της Κεντρικής Ιταλίας. Είναι χτισμένη στον μυχό ενός… … Dictionary of Greek
Άνσκι, Σλόιμ — (Schloime Ansky, 1863 – 1920). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πολωνού δραματουργού εβραϊκής καταγωγής Σόλομον Σάνγουιλ Ράποπορτ (Solomon Seinwill Rapoport). Έγραψε στα ρωσικά και στην εβραϊκή διάλεκτο γίντις. Το έργο στο οποίο οφείλει κυρίως τη φήμη… … Dictionary of Greek